ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ – ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ – ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΣΕΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ Ε.Σ.Δ.Α. ΟΙ ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΚΑΙ

ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε., ΑΠΟ 1-1-2010

ΚΑΙ ΕΦΕΞΗΣ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΑΚΩΝ ΝΟΜΩΝ

3833/2010 ΚΑΙ 3845/2010.

Μια ηχηρή απάντηση στην ανεξέλεγκτη πλέον επιβολή περικοπών

αποδοχών, επιδομάτων και περιορισμών των εργασιακών και

κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων των πολιτών με θεσμοθέτηση

νόμων προς το σκοπό της μείωσης του κρατικού ελλείμματος και

αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας, δόθηκε μέσα από τον

σαφή, ευσύνοπτο και ισχυρά τεκμηριωμένο δικανικό συλλογισμό της

πρόσφατης υπ’αριθμ. 987/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών

(διαδικασία εργατικών διαφορών) η οποία εκδόθηκε επί αγωγής

εντολέων μας, εργαζομένων στην Ε.Υ.Δ.Α.Π. Α.Ε., με αίτημα να

καταβληθούν σε αυτούς χρηματικές διαφορές προκύπτουσες εκ της

επιβολής επί των πάσης φύσεως καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών

τους περικοπών σε εφαρμογή των, ισχυόντων κατά το χρόνο άσκησης

της αγωγής τους, Ν. 3833/2010 και Ν. 3845/2010.

Η εν λόγω μοναδική δικαστική απόφαση έκρινε απερίφραστα ότι η

επέμβαση στη συλλογική αυτονομία πρέπει να συνιστά μέτρο όλως

εξαιρετικό, να μην υπερβαίνει μια εύλογη χρονική περίοδο, να

συνοδεύεται από επαρκείς εγγυήσεις για την προστασία του επιπέδου

ζωής των εργαζομένων, τηρουμένης πάντοτε της αρχής της

αναλογικότητας. Σε περίπτωση μείωσης αποδοχών και επιδομάτων η

απόφαση έκρινε ότι πρέπει να εξετάζεται η αναλογικότητα του μέτρου

προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και να τηρείται η

προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν επιφέρουν δυσανάλογη προσβολή εν όψει

του επιδιωκόμενου σκοπού σε συνταγματικά δικαιώματα και αγαθά, σε

κάθε δε περίπτωση δεν δικαιολογείται να καταλύονται θεμελιώδεις

διατάξεις του Συντάγματος (22 παρ. 2 και 23 παρ. 1). Δυνάμει της

υπ’αριθμ. 987/2013 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών εκρίθη πως οι

περικοπές αποδοχών και επιδομάτων σε εφαρμογή των Ν. 3833/2010

και 3845/2010 έχουν ως βάση την δημοσιονομική κατάσταση της

χώρας και δεν έχουν ληφθεί επί της ουσίας για το γενικό δημόσιο ή

εθνικό συμφέρον, όπως δε χαρακτηριστικά αναφέρεται, οι αλλαγές

κρίνονται αναγκαίες προκειμένου να σταλεί το μήνυμα ότι η Χώρα έχει

λάβει την απόφαση να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της και να

προσελκύσει επενδύσεις, χωρίς όμως στους λόγους του γενικότερου

συμφέροντος να εντάσσεται η αποστολή μηνύματος προς τους εταίρους

ότι η χώρα επιθυμεί να γίνει πιο ανταγωνιστική.

Κατά τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση αυτή η αιτιολογία της

αναγκαιότητας λήψης των μέτρων που επιβάλλουν οι διατάξεις των Ν.

3833/2010 και 3845/2010 κρίνεται ελλιπής λαμβανομένου υπόψη ότι

τα μέτρα καταργούν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, τις συλλογικές

συμβάσεις εργασίας, την συνδικαλιστική ελευθερία και συλλογική

αυτονομία, είναι δε αντίθετα με τις Διεθνείς Συμβάσεις και

συνταγματικές διατάξεις, ενώ δεν είναι συμβατές με τις διεθνείς

συμβάσεις που η Ελλάδα έχει υπογράψει στο πλαίσιο της Διεθνούς

Οργάνωσης Εργασίας, καταλύοντας τις επίμαχες συνταγματικές

διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος. Με

δριμεία γλώσσα η εν λόγω απόφαση καταλήγει πως οι διατάξεις των Ν.

3833/2010 και 3845/2010 αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 5 του

Συντάγματος, ενώ συμβάλλουν στην δημιουργία ανισοτήτων μεταξύ

των πολιτών στους οποίους επιβάλλονται μειώσεις αποδοχών και

επιδομάτων κατά το ίδιο γενικό ποσοστό χωρίς διαφοροποίηση μεταξύ

υψηλόμισθων και χαμηλόμισθων.

Η ανωτέρω δικαστική απόφαση με τον καίριο, εύστοχο και ορθολογικό

δικανικό της συλλογισμό αποτελεί ένα ισχυρό Νομολογιακό στοιχείο το

οποίο αναμένεται να επηρεάσει θετικά την πορεία και άλλων όμοιων ως

προς το νομικό και ουσιαστικό μέρος υποθέσεων, σχετικά με

επιβληθείσες περικοπές αποδοχών και επιδομάτων σε εφαρμογή των

διατάξεων των ανωτέρω Ν. 3833/2010 και Ν. 3845/2010, αλλά και

μεταγενεστέρων Μνημονιακών Νόμων, όπως ο Ν. 4024/2011 (ΕΝΙΑΙΟ

ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ) και άλλων σχετικών διατάξεων.